- φιλότιμος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειας, εύθικτος, αξιοπρεπής: Δε δέχεται προσβολές, είναι φιλότιμος.2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να αναταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να διακριθεί σε κάτι, αυτός που έχει το ζήλο να αναδειχτεί, να υπερτερήσει: Φιλότιμος μαθητής είναι και θα προκόψει.3. γενναιόδωρος, μεγαλόδωρος, χουβαρντάς: Είναι φιλότιμος πελάτης και δίνει πάντα μεγάλο πουρμπουάρ στα γκαρσόνια.4. το ουδ. ως ουσ., φιλότιμο η φιλοτιμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.